- προσγλιχομαι
- προσγλίχομαιπροσ-γλίχομαι1) сверх того стремиться
(τινος Arst.)
2) стремиться объединить(τὰ μαθηματικὰ ταῖς ἰδέαις Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινος Arst.)
(τὰ μαθηματικὰ ταῖς ἰδέαις Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσγλίχομαι — Α 1. προσπαθώ να αποκτήσω κάτι επί πλέον 2. επιθυμώ σφοδρά κάτι επί πλέον 3. ερευνώ με θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γλίχομαι «ορέγομαι, επιθυμώ πολύ»] … Dictionary of Greek